- Πλειάδων
- ΠλειάδεςPleiadsmasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ατλαγενής — Ἀτλαγενής, ές (Α) φρ. «Πλειάδων Ἀτλαγενέων» των Πλειάδων που γεννήθηκαν από τον Άτλαντα … Dictionary of Greek
ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
Πλειόνη — η, Ν αστρον. αστέρας τού αστρικού σμήνους τών Πλειάδων, τυπικός τής κατηγορίας τών αστέρων με κελύφη, επειδή, όπως υποτίθεται, λόγω τής ταχύτατης περιστροφής τους, εκτοξεύουν στρώματα, κελύφη, αερίων … Dictionary of Greek
Ταϋγέτη — I Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις 7 Ατλαντίδες ή Πλειάδες, κόρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Υπήρξε μητέρα του Λακεδαίμονα από τον Δία. Σύμφωνα με παραλλαγή του μύθου, η Τ. ήταν σύζυγος του Λακεδαίμονα, από τον οποίο γέννησε τον Ίμερο και την… … Dictionary of Greek
αστεροπή — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κεβρήνα, ποτάμιου θεού, σύζυγος του Αίσακου, γιου του Πριάμου και της πρώτης συζύγου του Αρίσβης. Όταν πέθανε, τη θρήνησε τόσο ο σύζυγός της, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε πουλί. 2.… … Dictionary of Greek
εξάστερο — το (Μ ἑξάστερος, ον) το ουδ. ως ουσ. το εξάστερο ο αστερισμός των Πλειάδων, τής Πούλιας μσν. ως επίθ. αυτός που αποτελείται από ή φέρει έξι αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + αστήρ, έρος] … Dictionary of Greek
εφτάστερος — η, ο και επτάστερος, η, ο (Α ἑπτάστερος, ον) αυτός που αποτελείται από επτά αστέρια νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εφτάστερο λαϊκή ονομασία τών αστερισμών τών Πλειάδων (κν. Πούλια) και τής Μεγάλης Άρκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + αστέρι] … Dictionary of Greek
εφταπάρθενος — η, ο 1. πολύ αγνός, πολύ σεμνός («εφταπάρθενο κορίτσι») 2. φρ. «εφταπάρθενος χορός» λαϊκή ονομασία τών αστερισμών τών Πλειάδων (κν. Πούλια) ή τής Μεγάλης Άρκτου, που οι λαμπρότεροι αστέρες τους είναι επτά … Dictionary of Greek
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek